- αὐθημερινός
- αὐθημερινόςephemeralmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυθημερινός — αὐθημερινός, ή, όν (AM) 1. ο αυθήμερος* 2. «μίσθιος αὐθημερινός» ημερομίσθιος εργάτης, μεροκαματιάρης 3. «σοφὸς αὐθημερινός» αυτοσχέδιος σοφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ (πρβλ. αυτο ) + ημερινός < ημέρα] … Dictionary of Greek
αὐθημερινῶν — αὐθημερινός ephemeral fem gen pl αὐθημερινός ephemeral masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθημερινόν — αὐθημερινός ephemeral masc acc sg αὐθημερινός ephemeral neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθημερινοί — αὐθημερινός ephemeral masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθημερινοῦ — αὐθημερινός ephemeral masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθημερινούς — αὐθημερινός ephemeral masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθημερινῇ — αὐθημερινός ephemeral fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθημερινή — αὐθημερινός ephemeral fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθημερινήν — αὐθημερινός ephemeral fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐθημερινῷ — αὐθημερινός ephemeral masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)